αστοχώ
Προφορά
Ετυμολογία
αστοχώ μεταγενέστερη ελληνική ἀστοχῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αστοχώ -είς, -εί
✦ δε βρίσκω το στόχο: στην πρώτη βολή, αστόχησε
✦ σφάλλω, πέφτω έξω: αστόχησε στους υπολογισμούς του
✦ αψηφώ
✦ λησμονώ: μην αστοχείς τα λόγια της μάνας σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευστοχώ
Επιρρήματα
–