αστοίχειωτος


αστοίχειωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αστοίχειωτος ἀ στερητικό + στοιχειώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστοίχειωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν στοίχειωσε, στον οποίο δεν κατοικούν στοιχειά: αστοίχειωτο σπίτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.