αστοίβαστος


αστοίβαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αστοίβαστος ἀ στερητικό + στοιβάζω

Ερμηνεία
αστοίβαστος

✦ κ. αστοίβαστος, -η, -ο επίθ. που δεν έχει στοιβαχθεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβες: τσουβάλια αστοίβαχτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.