αστικός


αστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αστικός αρχαία ελληνική ἀστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστικός -ή, -ό

✦ ο του άστεως (της πόλης): αστική ζωή – αστικές συγκοινωνίες
✦ ο χαρακτηριστικός των αστών: αστικές αντιλήψεις (οι συντηρητικές)
✦ αστική τάξη, η κοινωνική τάξη που δημιουργήθηκε κατά τους νεότερους χρόνους με την πτώση της φεουδαρχίας
✦ αστικό καθεστώς, σε αντιδιαστολή προς το σοσιαλιστικό
✦ αστικό δίκαιο, το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις μεταξύ των προσώπων σχέσεις ως προς την περιουσία ή την οικογένεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αστικά:σκέφτεται αστικά (συντηρητικά, όχι προοδευτικά) (Κ αστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.