αστιγματικός


αστιγματικός
Προφορά

Ετυμολογία
αστιγματικός └γαλλ┘ astigmate

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστιγματικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριστικός του αστιγματισμού ή ο κατάλληλος για τον αστιγματισμό: φακοί αστιγματικοί
✦ (για πρόσ.) που πάσχει από αστιγματισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.