αστιγμάτιστος


αστιγμάτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αστιγμάτιστος ἀ στερητικό + στιγματίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστιγμάτιστος -η, -ο

✦ ο χωρίς στίγματα, άστικτος
(μτφ. ) ο χωρίς ηθικά στίγματα, ακηλίδωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα
στικτός, στιγματισμένος, κατάστικτος ,στιγματισμένος, κηλιδωμένος, σπιλωμένος
Επιρρήματα
αστιγμάτιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.