αστεφάνωτος


αστεφάνωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αστεφάνωτος αρχαία ελληνική ἀστεφάνωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστεφάνωτος -η, -ο

✦ αυτός που δε στεφανώθηκε, που δεν τιμήθηκε με στεφάνι
✦ άγαμος, ανύμφευτος
✦ αυτός που συζεί παράνομα, ανομιμοποίητος

Συνώνυμα

Αντίθετα
στεφανωμένος
Επιρρήματα
αστεφάνωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.