αστερωτός


αστερωτός
Προφορά

Ετυμολογία
αστερωτός αστέρι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστερωτός -ή, -ό

✦ ο με αστέρια, έναστρος
✦ ο στολισμένος με μοτίβα αστεροειδή, που έχει μεταλλικά ή κεντητά αστέρια
✦ ακτινωτός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.