αστεροσκόπος
Προφορά
Ετυμολογία
αστεροσκόπος μεταγενέστερη ελληνική ἀστεροσκόπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αστεροσκόπος
✦ παρατηρητής και μελετητής των άστρων, αστρονόμος
✦ ο αστρολόγος, ο παρατηρητής των κινήσεων των άστρων σε συνδυασμό με τα ανθρώπινα συμβάντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–