αστερίσκος
Προφορά
Ετυμολογία
αστερίσκος μεταγενέστερη ελληνική ἀστερίσκος, υποκοριστικό του ἀστήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αστερίσκος
✦ μικρός αστέρας
✦ (στην τυπογραφία) αστεροειδές σημάδι για παραπομπή σε υποσημείωση ή σχόλια
✦ αστεροειδές σημάδι στην αρχή λέξης για να δηλώσει υποθετικό τύπο που είναι απαραίτητος για να κατανοηθεί η προέλευση ή η σημασία μιας υπάρχουσας λέξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–