αστεράτος


αστεράτος
Προφορά

Ετυμολογία
αστεράτος μεσαιωνική ελληνική ἀστερατος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστεράτος -η, -ο

✦ που έχει στο μέτωπο λευκό αστεροειδές σημάδι: το ένα θα ήταν αστεράτο, ήτοι με άσπρο αστέρι στο κούτελο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.