αστέναχτος


αστέναχτος
Προφορά

Ετυμολογία
αστέναχτος αρχαία ελληνική ἀστένακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστέναχτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν στενάζει
✦ ο απαλλαγμένος από στεναγμούς
✦ αυτός για τον οποίο δεν στέναξε κανείς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.