ασμάλτωτος


ασμάλτωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασμάλτωτος ἀ στερητικό + σμαλτώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασμάλτωτος -η, -ο

✦ όχι επιχρισμένος με σμάλτο

Συνώνυμα

Αντίθετα
σμαλτωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.