ασκώ
Προφορά
Ετυμολογία
ασκώ αρχαία ελληνική ἀσκῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ασκώ -είς, -εί
✦ γυμνάζω: ασκώ το σώμα μου
✦ ασχολούμαι συστηματικά, έχω ως επάγγελμα: ασκώ τη δικηγορία
✦ εκτελώ: ασκώ τα καθήκοντά μου
✦ κάνω χρήση δικαιώματος, εξουσίας: ασκώ έλεγχο
✦ επιβάλλω: ασκώ ψυχολογική βία
✦ (μέσ.) ασκούμαι, γυμνάζομαι, εκπαιδεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–