ασκύλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασκύλευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀσκύλευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασκύλευτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει σκυλευτεί, δεν λεηλατήθηκε: ασκύλευτος νεκρός
Συνώνυμα
αλεηλάτητος, ασύλητος, αλαφυραγώγητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–