ασκόλαστος


ασκόλαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκόλαστος ἀ στερητικό + σκολάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκόλαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν σκόλασε ακόμη, δεν σταμάτησε την εργασία του
✦ για μαθητές, που δεν τελείωσαν τα μαθήματα της ημέρας στο σχολείο
✦ αυτός που δεν απολύθηκε από την εργασία του
(μτφ. ) ο χωρίς τέλος ή διακοπή, συνεχής, παρατεταμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.