ασκούριαστος


ασκούριαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκούριαστος ἀ στερητικό + σκουριάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκούριαστος -η, -ο

✦ που δε σκουριάζει ή δε σκούριασε

Συνώνυμα
ανοξείδωτος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.