ασκούπιστος


ασκούπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκούπιστος ἀ στερητικό + σκουπίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκούπιστος -η, -ο

✦ που δε σκουπίστηκε: ασκούπιστη κάμαρα
✦ που δε σφουγγίστηκε μετά το πλύσιμο ή το λούσιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα
σκουπισμένος, σαρωμένος ,σφουγγισμένος
Επιρρήματα
ασκούπιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.