ασκουλήκιαστος


ασκουλήκιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκουλήκιαστος ἀ στερητικό + σκουληκιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκουλήκιαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει γεμίσει σκουλήκια: τρόφιμα ασκουλήκιαστα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.