ασκοτείνιαστος


ασκοτείνιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκοτείνιαστος ἀ στερητικό + σκοτεινιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκοτείνιαστος -η, -ο

✦ που δε σκοτείνιασε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασκοτείνιαστα, πριν σκοτεινιάσει, πριν πέσει το βράδυ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.