ασκλάβωτος


ασκλάβωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκλάβωτος μεσαιωνική ελληνική ἀσκλάβωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκλάβωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει σκλαβωθεί

Συνώνυμα
ελεύθερος, αδούλωτος
Αντίθετα
σκλαβωμένος, δουλωμένος
Επιρρήματα
ασκλάβωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.