ασκητεία


ασκητεία
Προφορά

Ετυμολογία
ασκητεία ασκητεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ασκητεία

✦ η ζωή του ασκητή, ασκητική διαβίωση: το κορμί του είναι… ξεψαχνισμένο από την ασκητεία (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.