ασκηταριό
Προφορά
Ετυμολογία
ασκηταριό ασκητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ασκηταριό
✦ ο τόπος όπου ασκητεύει κάποιος, ασκητήριο: και οι χτύποι της καμπάνας ταράζουν τον καλόγερο στ’ ασκηταριό του μέσα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–