ασκητής


ασκητής
Προφορά

Ετυμολογία
ασκητής αρχαία ελληνική ἀσκητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ασκητής

✦ θηλ. ασκήτρια ερημίτης, καλόγερος, που ζει με στερήσεις μακριά από τον κόσμο: και να σας προσκυνήσει με τους πανάγιους ασκητές και τους προφήτες (Κ. Παλαμάς)
(μτφ. ) που ζει λιτά και μοναχικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.