ασκηνοθέτητος
Προφορά
Ετυμολογία
ασκηνοθέτητος ἀ στερητικό + σκηνοθετώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασκηνοθέτητος -η, -ο
✦ για θεατρ. έργο, που δεν έχει την καθοδήγηση σκηνοθέτη
✦ (μτφ. ) που έγινε ή γίνεται χωρίς σκόπιμη προετοιμασία, τυχαίος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–