ασκίτης


ασκίτης
Προφορά

Ετυμολογία
ασκίτης αρχαία ελληνική ἀσκίτης (νόσος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ασκίτης

✦ συγκέντρωση υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.