ασκέρι
Προφορά
Ετυμολογία
ασκέρι └τουρκ┘asker (= σώμα στρατού)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ασκέρι
✦ τακτικός ή άτακτος στρατός
✦ (μτφ. ) πολυμελής ομάδα: έχει να ταΐσει ολόκληρο ασκέρι
✦ πλήθος ανθρώπων, όχλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–