ασκάριστος


ασκάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασκάριστος ἀ στερητικό + σκαρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασκάριστος -η, -ο

✦ που δεν τα έβγαλαν στη βοσκή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.