ασημώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ασημώνω μεσαιωνική ελληνική ἀσημώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ασημώνω
✦ ντύνω με ασήμι, επαργυρώνω: την εκκλησιά… που ‘χει την Παναγιά χρυσή κι ασημωμένη (Α. Πάλλης)
✦ δίνω ασημένιο χρώμα: ασημώθηκαν η γενειάδα του και τα μαλλιά του (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ προσφέρω χρήματα, συμβολικά, για καλή τύχη
✦ χαρίζω ασημένιο κόσμημα σε νεόνυμφους ή νεογέννητο
✦ δωροδοκώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–