ασημόνερο
Προφορά
Ετυμολογία
ασημόνερο ασήμι + νερό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ασημόνερο
✦ μίγμα νιτρικού και υδροχλωρικού οξέος, το οποίο χρησιμεύει για να δοκιμάζοναι τα χρυσά αντικείμενα, ά. βασιλικόν ύδωρ
✦ το διαυγές νερό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–