ασημοκαπνισμένος


ασημοκαπνισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ασημοκαπνισμένος ασήμι + καπνισμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασημοκαπνισμένος -η, -ο

✦ επαργυρωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.