ασίμωτος


ασίμωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασίμωτος ἀ στερητικό + σιμώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασίμωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον σιμώσει, απρόσιτος, απροσπέλαστος: ασίμωτος γκρεμόβραχος να στέκω (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.