ασίγαστος
Προφορά
Ετυμολογία
ασίγαστος ἀ στερητικό + σιγάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασίγαστος -η, -ο
✦ που δε σωπαίνει: ξεφαντώνανε στα κλώνια ασίγαστα τζιτζίκια (Κ. Βάρναλης)| (μτφ. ) που δεν κατασιγάζεται, δεν καταπραΰνεται: ασίγαστη λαχτάρα
Συνώνυμα
ασώπαστος
Αντίθετα
σιγαλός, σιωπηλός
Επιρρήματα
ασίγαστα