ασήμωμα


ασήμωμα
Προφορά

Ετυμολογία
ασήμωμα ασημώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ασήμωμα

✦ επένδυση ενός αντικειμένου με ασήμι, επαργύρωση
(μτφ. ) προσφορά ασημένιου κοσμήματος ή νομίσματος σε νεόνυμφους ή νεογέννητο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.