αρχιεπισκοπή


αρχιεπισκοπή
Προφορά

Ετυμολογία
αρχιεπισκοπή αρχι- (άρχω) + επισκοπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αρχιεπισκοπή

✦ το κτίριο διαμονής του αρχιεπισκόπου ή η περιφέρεια της δικαιοδοσίας του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.