αρχηγός
Προφορά
Ετυμολογία
αρχηγός αρχαία ελληνική ἀρχηγός
Ερμηνεία
αρχηγός
✦ ουσ. θηλ. κ. αρχηγίνα ο επικεφαλής, που έχει την ανώτατη εξουσία, την ηγεσία: αρχηγός του στόλου – του γενικού επιτελείου – αρχηγός του κράτους (ο ανώτατος άρχοντας)
✦ που κατευθύνει ομάδα ανθρώπων, που έχει την πρωτοβουλία των ενεργειών της: αρχηγός του κινήματος – της συμμορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–