αρμάθα
Προφορά
Ετυμολογία
αρμάθα από το αρμάθι
Ερμηνεία
αρμάθα
✦ σύνολο από όμοια πράγματα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή κρίκο: κατόπι κλείδωσα και πήρα τα κλειδιά. Και κρέμασα την αρμάθα στη ζώνη μου (Κ. Βάρναλης) – αρμαθιές σπαρταριστό, νόστιμο ψάρι κι η κάθε αρμαθιά δυο τρεις οκάδες πράμα (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (μτφ. ) πλήθος, σωρός: όπως όταν νυχτερίδες στα βάθη της σπηλιάς κρατιούνται αρμαθιά γαντζωμένες στο βράχο (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–