αρλούμπα


αρλούμπα
Προφορά

Ετυμολογία
αρλούμπα κατά Β. Σκουβαρά, από το αμπούρλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αρλούμπα

✦ ανόητος, κενός λόγος, φλυαρία

Συνώνυμα
παπαρδέλα, παρλαπίπα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.