αρλεκίνος
Προφορά
Ετυμολογία
αρλεκίνος └ιταλ┘arlechino
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρλεκίνος
✦ κωμικό πρόσωπο της παλιάς ιταλικής κωμωδίας
✦ μασκαρεμένος με φορεσιά παρδαλή
✦ (μτφ. ) πρόσωπο φαιδρό, αλλοπρόσαλλος
Συνώνυμα
παλιάτσος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–