αρκουδιάρα


αρκουδιάρα
Προφορά

Ετυμολογία
αρκουδιάρα αρκούδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αρκουδιάρα

✦ θηλ. αρκουδιάρα κ. αρκουδιάρισσα αυτός που εξημερώνει και γυμνάζει αρκούδες και τις περιφέρει στους δρόμους για δεκαρολογία
(μτφ. ) άνθρωπος βάναυσος και χυδαίος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.