αρκοσόλιο
Προφορά
Ετυμολογία
αρκοσόλιο μεταγενέστερη ελληνική ἀρκοσόλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αρκοσόλιο
✦ χριστιανικό μνημείο, τάφος σκαμμένος σε βράχο, που σχηματίζει ημικυκλική καμάρα, συν. διακοσμημένη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–