αραβουργημένος
Προφορά
Ετυμολογία
αραβουργημένος – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
αραβουργημένος
✦ -η, -ο μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. αραβουργώ ως επίθ. ο στολισμένος με αραβουργήματα: το σαράι του Αλή με τα αραβουργημένα κιόσκια (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–