αρ νουβό
Προφορά
Ετυμολογία
αρ νουβό └γαλλ┘ art nouveau (=νέα τέχνη)
Ερμηνεία
αρ νουβό
✦ άκλ. ουσ. όρος που επιβλήθηκε σχεδόν διεθνώς για το καλλιτεχνικό στιλ που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη μεταξύ του 1885 και 1914 και διαδόθηκε και στην Αμερική, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη χρήση των ελικοειδών γραμμών, των αραβουργημάτων, των φυτικών ή άνθινων στοιχείων και γεν. την υπερβολή στη χρήση διακοσμητικών στοιχείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–