απώτατος


απώτατος
Προφορά

Ετυμολογία
απώτατος από το επίρρημα άπω

Ερμηνεία
απώτατος

✦ -ατη, -ατο υπερθ. βαθ. επιθ. (Κ -άτη, -ατον) (χρονικά ή τοπικά) ο πολύ μακρινός: κατά την απώτατη αρχαιότητα – στις απώτατες χώρες

Συνώνυμα

Αντίθετα
εγγύτατος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.