απώλεια
Προφορά
Ετυμολογία
απώλεια αρχαία ελληνική ἀπώλεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απώλεια
✦ στέρηση πράγματος που είχε κανείς στην κατοχή του
✦ (και για καταστάσεις): απώλεια της συνειδήσεως
✦ φθορά, ζημία
✦ διαρροή
✦ αφανισμός, καταστροφή
✦ θάνατος· πληθ. απώλειες, το σύνολο των νεκρών, τραυματιών και αιχμαλώτων σε πολεμική επιχείρηση
✦ (μτφ. ) διαφθορά, ηθική κατάπτωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–