απώθηση
Προφορά
Ετυμολογία
απώθηση απωθώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απώθηση
✦ απομάκρυνση με ώθηση, το σπρώξιμο
✦ απόκρουση: έπειτα από σκληρό αγώνα επιτεύχθηκε η απώθηση του εχθρού
✦ η προσωρινή ή οριστική μετατόπιση από τη συνείδηση στο υποσυνείδητο αναμνήσεων, ιδεών, συγκινήσεων που είναι ασυμβίβαστες με την κρατούσα ηθική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–