απύλωτος


απύλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
απύλωτος αρχαία ελληνική ἀπύλωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απύλωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς πύλες
(μτφ. ) απύλωτο στόμα, που βωμολοχεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.