απόλεμος
Προφορά
Ετυμολογία
απόλεμος αρχαία ελληνική ἀπόλεμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απόλεμος -η, -ο
✦ ο μη πολεμικός, ο ειρηνικός
✦ ο χωρίς πολεμική πείρα: μέτρησε τους αιχμαλώτους πάνω από τετρακόσιους, γυναίκες, παιδιά και απόλεμους άντρες (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εμπειροπόλεμος
Επιρρήματα
απόλεμα (Κ απολέμως)