απρόσωπος
Προφορά
Ετυμολογία
απρόσωπος αρχαία ελληνική ἀπρόσωπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απρόσωπος -η, -ο
✦ αυτός που δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο: η κατηγορία, γενική κι απρόσωπη, αναστάτωσε όλους
✦ (με μειωτ. σημ.) που δεν παρουσιάζει ανθρώπινα (ηθικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά) χαρακτηριστικά: κρύο απρόσωπο βλέμμα – ήταν ο άνθρωπος της ρουτίνας, της μηχανικής απρόσωπης εργασίας (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (για αντικείμ.) ο χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ώστε να ξεχωρίζει από ένα σύνολο ομοειδών: η επίπλωση κάπως απρόσωπη στην πρώτη ματιά (Γ. Σεφέρης)
✦ (γραμμ.) απρόσωπα ρήματα, εκείνα που χρησιμοποιούνται μόνο στο τρίτο ενικό πρόσωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απρόσωπα (Κ απροσώπως)