απρωτοκόλλητος


απρωτοκόλλητος
Προφορά

Ετυμολογία
απρωτοκόλλητος ἀ στερητικό + πρωτοκολλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ απρωτοκόλλητος -η, -ο

✦ που δεν πρωτοκολλήθηκε: η αίτηση έμεινε τελικά απρωτοκόλλητη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.